- εξαραβίζω
- 1. μεταβάλλω κάποιον σε Άραβα ή αλλοιώνω κάτι και τό καθιστώ αραβικό2. δίνω σε ξένη λέξη μορφή ή τύπο αραβικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαραβισμός — ο [εξαραβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαραβίζω … Dictionary of Greek